- ξεφάντωση
- ηη διασκέδαση, το γλεντοκόπι, το ξεφάντωμα: Και ξεφάντωση γυρεύει με τραγούδια τρυφερά (Σολωμός).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ξεφάντωση — η [ξεφαντώνω] το ξεφάντωμα … Dictionary of Greek
φιλοξεφάντωση — η, Ν διασκέδαση με φίλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + ξεφάντωση (< ξεφαντώνω)] … Dictionary of Greek
Σολωμός, Διονύσιος — Έλληνας ποιητής (Ζάκυνθος 1798 Κέρκυρα 1857). Σε ηλικία δέκα ετών, ένα χρόνο μετά το θάνατο του πατέρα του, τον έστειλε ο κηδεμόνας του στην Ιταλία, όπου έμεινε δέκα χρόνια, κατά τα οποία φοίτησε σε σχολεία διαφόρων πόλεων (Βενετία, Κρεμόνα,… … Dictionary of Greek